- αγροφυλακιάτικο
- το [αγροφύλακας]αμοιβή σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται από τους αγρότες στους αγροφύλακες για τη φύλαξη τών κτημάτων τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγροφύλακας — ο (Μ ἀγροφύλαξ) φύλακας τών αγρών νεοελλ. υπάλληλος τής αγροφυλακής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + φύλαξ. ΠΑΡ. αγροφυλακιάτικο] … Dictionary of Greek